- ψελίῳ
- ψέλιονarmletneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψελιώ — όω, Α [ψέλιον] 1. περιβάλλω κάτι σαν ψέλιο, σαν δακτύλιος, περιστέφω («ψελιοῡν αὐχένα στεφάνοις», Ανθ. Παλ.) 2. μέσ. ψελιοῡμαι, όομαι φορώ ψέλιο, έχω βραχιόλι 3. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) Ψελιουμένη τίτλος αγάλματος τού Πραξιτέλους … Dictionary of Greek
PSELLA — Graeco ψέλλια inter Veter. armissas. Pollux in Onomast. inter ornamenta τȏυ καρπῶν enumerat τὰ περιπάρπια, ψέλλια, χλιδῶνας. Suidas, ψελιῳ περιοχῇ: τὸ ψελλιον, κόσμος τῆς χειρὸς. Ubi περιοχὴ dicitur, a circuli torma brachium ambientis. Discrimen… … Hofmann J. Lexicon universale